άλγος

άλγος
(-ους), το (Α ἄλγος)
1. σωματικός πόνος, οδύνη
2. ψυχικός πόνος, λύπη, θλίψη
αρχ.
(συνήθως στον πληθυντικό) τά ἄλγεα
ταλαιπωρίες, παθήματα, συμφορές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λέξη είναι αβέβαιης ετυμολογίας. Συνήθως συνδέεται ετυμολογικά με το ρ. ἀλέγω* «φροντίζω, μεριμνώ». Συγκεκριμένα πιστεύεται ότι η ρίζα ἀλγ-αποτελεί μεταπτωτική βαθμίδα τής ρίζας ἀλεγ- τού ρ. ἀλέγω. Δυσχέρειες στην ετυμολογική αυτή σύνδεση δημιουργεί η σημασιολ. διαφορά μεταξύ τού ἄλγος «πόνος» και ἀλέγω «μεριμνώ, φροντίζω», εφόσον δεν δεχθεί κανείς την άποψη ότι η σημ. «πονώ, υποφέρω» αποτελεί δυνατή επέκταση τής αρχ. σημασίας «ενδιαφέρομαι, φροντίζω, μεριμνώ». Σύμφωνα με άλλη άποψη οι λέξεις ἄλγος και ἀλέγω δεν έχουν καμιά ετυμολογική σχέση μεταξύ τους. Έχουν απλώς δεχτεί αμοιβαίες επιδράσεις, πράγμα που είναι ιδιαίτερα φανερό σε σύνθετα με τέρμα -ηλεγής (πρβλ. ἀνηλεγής*, δυσηλεγής*). Σημασιολογικά η λ. ἄλγος δήλωνε στην Αρχαία τόσο τον σωματικό πόνο (ἄλγος ποδῶν κεφαλῆς) όσο και τον εσωτερικό, ψυχικό πόνο, τη λύπη, τη θλίψη — ιδίως σε πληθ. αριθμό (πρβλ. Οδ. α 4: πολλὰ δ' ὃ γ' ἐν πόντῳ πάθεν ἄλγεα ὃν κατὰ θυμόν
«κι αρίφνητα τυράννια ετράβηξε στα πέλαγα η καρδιά του», μετάφρ. Καζαντζάκη-Κακριδή). Με την ίδια σημασία, τού σωματικού και τού ψυχικού πόνου, χρησιμοποιήθηκε στην Αρχαία και η λ. ὀδύνη *, συχνότερα μάλιστα κι αυτή στον πληθυντικό (ὀδύναι). Στη Ν. Ελληνική η χρήση τής λ. άλγος (με τα ποικίλα σύνθετά της) περιορίστηκε στην επιστημονική (ιατρική) κυρίως ορολογία, ενώ η λ. οδύνη (στηριζόμενη κι από το παράγωγο της οδυνηρός) χρησιμοποιείται λιγότερο στη δήλωση τού ψυχικού κυρίως πόνου. Τη θέση τους στη νεοελληνική γλώσσα πήραν κυρίως οι λ. πόνος και βάσανα. Αποτελούν και οι δύο σημασιολογικές εξελίξεις αρχαίων λέξεων, τής λ. πόνος που δήλωνε «τον μόχθο, την ταλαιπωρία, την κούραση, και τής λ. βάσανος (η), που σήμαινε αρχικά «τον έλεγχο, τη δοκιμή» και μετά «την εξέταση, την ανάκριση, κυρίως δούλων, που γινόταν με τη χρήση βασανιστηρίων, απ' όπου και η σημ. «σωματικός και ψυχικός πόνος, βάσανα», που απαντά ήδη στη γλώσσα τού Ευαγγελίου. Η λ. ἄλγος, λόγω τής σημασίας της, χρησίμευσε ως α' ή β' συνθετικό για τον σχηματισμό πολλών συνθέτων τόσο τής Αρχαίας όσο -μέσω τής επιστημονικής ορολογίας- και τής Ν. Ελληνικής. Τέτοια είναι τα σύνθετα με α' συνθ. το ἀλγ (ο)-, καθώς και σύνθετα με β' συνθ. το -αλγής (καρδιαλγής κ.ά.) και, κυρίως, το -αλγία* (οσφυαλγία κ.τ.ό.).
ΠΑΡ. αρχ. ἀλγεινός, ἀλγινόεις, ἄλγιστος, ἀλγίων.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀν-αλγής, βαρυ-αλγής, γονυ-αλγής. δι-αλγής, δυσ-αλγής, ἐν-αλγής, ἐπ-αλγής, θυμ-αλγής, καρδι-αλγής. κεφαλ-αλγής. κρατερ-αλγής, μετ-αλγής, ὀσφυ-αλγής, περι-αλγής, ποδ-αλγής. πολυ-αλγής, υπερ-αλγής, υστερ-αλγής, ἀλγεσί-δωρος, ἀλγεσί-θυμος
νεοελλ.
αλγο-λαγνεία (αλγο-φιλία)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Ἄλγος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄλγος — pain neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άλγος — το ους, πόνος σωματικός ή ψυχικός: Η είδηση για το θάνατό του μου προκάλεσε μεγάλο άλγος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ἀλλότριον ἄλγος ὄνειρος. — См. На чужой спине беремя легко …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • τἄλγος — Ἄλγος , Ἄλγος masc nom sg ἄλγος , ἄλγος pain neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄλγει — ἄλγος pain neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἄλγεϊ , ἄλγος pain neut dat sg (epic ionic) ἄλγος pain neut dat sg ἄ̱λγει , ἀλγέω feel bodily pain imperf ind act 3rd sg (attic epic doric aeolic) ἀλγέω feel bodily pain pres imperat act 2nd sg (attic …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄλγη — ἄλγος pain neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἄλγος pain neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἄ̱λγη , ἀλγέω feel bodily pain imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀλγέω feel bodily pain pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) ἀλγέω feel bodily… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλγέων — ἄλγος pain neut gen pl (epic doric ionic aeolic) ἀλγέω feel bodily pain pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλγίων — ἄλγος pain neut gen pl (doric) ἀλγέω feel bodily pain pres part act masc nom sg (doric) ἀλγί̱ων , ἀλγίων more masc/fem nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλγῶν — ἄλγος pain neut gen pl (attic epic doric) ἀλγέω feel bodily pain pres part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”